- ῥυσόκαρφος
- ῥῡσόκαρφος, ον,A with shrivelled branches, Dsc.1.14, Anon.Lond.32.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρυσόκαρφος — και ῥυσσόκαρφος, ον, Α (για δέντρο) αυτός που έχει ρυτιδωμένους κλάδους, ζαρωμένα κλωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός / ῥυσσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + κάρφος «κλαδί, κλωνάρι» (πρβλ. λεπτό καρφος)] … Dictionary of Greek
ῥυσόκαρφον — ῥυσόκαρφος with shrivelled branches masc/fem acc sg ῥυσόκαρφος with shrivelled branches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυσόκαρφα — ῥυσόκαρφος with shrivelled branches neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυσσόκαρφος — ον, Α βλ. ῥυσόκαρφος … Dictionary of Greek